- ψυχασμός
- ψυχασμόςrefreshmentmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχασμός — ὁ, Α [ψυχάζω] πιθ. ανάπαυση ιδίως σε σκιερό τόπο, αναψυχή … Dictionary of Greek